υδροσύρτης

υδροσύρτης
ο, Ν
1. διάταξη για την κατανομή τού προερχόμενου από έναν κεντρικό αγωγό νερού σε δύο ή περισσότερους αγωγούς
2. είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + σύρτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδρονομέας — ο, Ν 1. υπάλληλος τής υδρονομικής υπηρεσίας τής αγροφυλακής, ο οποίος επιτηρεί και ελέγχει την κανονική ροή τών αρδευτικών υδάτων και τη διανομή τους και έχει την προστασία τους, καθώς και τη διαφύλαξη τών σχετικών εγγειοβελτιωτικών έργων 2.… …   Dictionary of Greek

  • υδρονομέας — ο 1. υπάλληλος της υδρονομικής υπηρεσίας, που ρυθμίζει τα σχετικά με τη διανομή του νερού, ο νεροκράτης. 2. δικλίδα που ρυθμίζει την ποσότητα της παροχής του νερού, υδροσύρτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”